- λεπτογράφω
- και λεπτογραφώ (Μ λεπτογράφω και λεπτογραφῶ)νεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λεπτογραμμένος, -η, -ογραμμένος ή ζωγραφισμένος με λεπτές γραμμέςμσν.γράφω λεπτομερώς, εν εκτάσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* (< επίρρ. λεπτά) + γράφω. Ο τ. λεπτογραφῶ < λεπτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ε. Α. Σίμο].
Dictionary of Greek. 2013.